Η επιστημονική ονομασία των οικόσιτων βοοειδών είναι βους ο ταύρος.
Το μοσχάρι ανήκει στην οικογένεια βοοειδή και είναι είδος μεγαλόσωμων μηρυκαστικών θηλαστικών.
Στο ύψος φτάνει μέχρι 1,5 μέτρο 800 κιλά.
Τα υποείδη που εκτρέφονται είναι η οικόσιτη αγελάδα της Ευρώπης και το ζεμπού.
Οι όροι που χρησιμοποιούνται για διαχωρισμό βάσει του φύλου τους, ηλικία και καταγωγής είναι οι αγελάδα που θεωρείται παραγωγικό ενήλικο θηλυκό, ο ταύρος παραγωγικό ενήλικο αρσενικό, το βόδι πού είναι το αρσενικό ευνουχισμένο, το μοσχάρι που είναι γενικός όρος του νεαρού ζώου, μοσχιδα προκαλούμε νεαρό θηλυκό άνω του ενός έτους που ακόμα δεν έχει γεννήσει, δαμάλι νπου είναι το νεαρό αρσενικό έως 2 ετών, και ζεμπού που είναι ινδικό υποείδος με καμπούρα.
Στην Πότε περίπου 800.000 βοοειδή ποιον το 25% είναι για γαλακτοπαραγωγή.
Τα μοσχάρια γεννιούνται μετά από Εννιά μήνες εγκυμοσύνης και για τις πρώτες ημέρες πίνουν το πρωτόγαλα της μητέρας τους.
Κατόπιν απογαλακτίζονται και σε καθημερινή βάση θα πρέπει να παίρνουμε το γάλα από το μοσχάρι διότι υπάρχει κίνδυνος να σκάσει λόγω της αφθονίας που παράγει.

Το μοσχάρι μπορεί να αποκοπεί από τη μητέρα του και να τραφεί με υποκατάστατο γάλακτος ένα μήνα μετά τη γέννηση του.
Σταδιακά μαζί με το υποκατάστατο γάλακτος εισάγουμε και ξερό τριφύλλι Και εν συνεχεία παράλληλα με το γάλα και το χορτάρι κάτσουμε και καρπό αλεύρι ώστε να χωνεύεται εύκολα και πλήρως.
Το μείγμα είναι από καλαμπόκι, σόγια, πίτουρο, κριθάρι και ισορροπιστή.
Τα μοσχάρια ελευθέρας βοσκής είχαν πολύ σκληρό κρέας με αποτέλεσμα να πέφτει η εμπορική του αξία εμπορεύσιμα μοσχάρια έγιναν σταυλικα σε περιορισμένο χώρο ώστε το κρέας τους να είναι πιο μαλακό.
Το πρώτο εξάμηνο της ζωής του μοσχαριού είναι δεμένο από το λαιμό και μετέπειτα από τα κέρατα.
Οι καλές φυλές μπορούνε σε 6 μήνες να φτάσουν τα 100 κιλά, στους 12 μήνες τα 300, και στους 24 μήνες να ξεπεράσουν και τα 800 κιλά.
Οι εμπορεύσιμες ράτσες για μοσχαρια παχυνσης είναι οι σιμενταν,σαρολέ, σβιτς, μανταφόν, και λιμουζίν .
Σύμφωνα με εκτιμήσεις το βόειο κρέας της ενδοχώρας κατανάλωσης είναι σε 80% εισαγόμενο, όπως επίσης το 50% σε ανάγκες γάλακτος.
Φώτης Κονδύλης
